- παλινσκοπιά
- πᾰλιν-σκοπιά, ἡ,A looking back again,
-σκοπιὰν ἔχομεν E.Or.1262
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-σκοπιὰν ἔχομεν E.Or.1262
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλινσκοπιά — παλινσκοπιά, ἡ (Α) 1. το να βλέπει κανείς προς τα πίσω 2. (η αιτ. ως επίρρ.) παλινσκοπιάν με το βλέμμα προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + σκοπιά] … Dictionary of Greek
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek